ἀγωγή

ἀγωγή
ἀγωγή, , ([etym.] ἄγω)
A carrying away, Hdt.6.85, etc.; freight, carriage,

πρὸς τὰς ἀγωγὰς . . χρῆσθαι ὑποζυγίοις Pl.R.370e

, cf.X.Lac.7.5, PLond. 3.948.2 (iii A.D.).
b intr., τὴν ἀ. διὰ τάχους ἐποιεῖτο pursued his voyage, Th.4.29 (v.l.); movement, Pl.R.604b; ἀ. ἐπί τι tendency towards . . , Hp.Epid.1.1.
2 bringing to or in, ὑμῶν ἡ ἐς τοὺς ὀλίγους ἀ. your bringing us before the council, Th.5.85.
3 forcible seizure, carrying off, abduction, A.Ag.1263, S.OC662;

ἀγωγὴν ποιήσασθαι PTeb. 39.22

(ii B. C.), cf. 48.22.
4

ὕδατος ἀγωγαί

aqueducts,

IG12(5).872

([place name] Tenos), cf. D.H.3.67.
5 load, Ostr.1168; weight, AB333.
6 winding up of engine, Ph.Bel.57.13 (pl.).
7 drawing of lines, Procl.in Euc.pp.284,376F.
8 evoking,

πνευμάτων Iamb.Myst.3.6

(pl.).
b spell for bringing a person, usu. love-charm, PMag.Par. 1.1390.
II leading, guidance,

ἵππου X.Eq.6.4

;

ἡ τοῦ νόμου, τοῦ λογισμοῦ ἀ. Pl.Lg.645a

, cf.Plt.274b.
2 leading of an army, Id.Lg.746e (pl.); ἀ. στραταρχίας conduct of an expedition, Vett.Val.339.29;

ἡ ἀ. τῶν πραγμάτων Plb.3.8.5

.
3 direction, training,

παιδεία μέν ἐσθ' ἡ παίδων ὁλκή τε καὶ ἀ. πρὸς τὸν ὑπὸ τοῦ νόμου λόγον ὀρθὸν εἰρημένον Pl.Lg.659d

, cf. 819a;

ἀ. ὀρθῆς τυχεῖν πρὸς ἀρετήν Arist.EN 1179b31

;

διὰ τὸ ἦθος καὶ τὴν ἀ. Id.Pol.1292b14

, cf. Cleanth.Stoic.1.107: in pl., systems of education, Chrysipp.Stoic.3.173; esp. of the public education of the Spartan youth,

Λακωνικὴ ἀ. Plb. 1.32.1

;

Ἀγησίλαος ἤχθη τὴν λεγομένην ἀγωγὴν ἐν Δακεδαίμονι Plu.Ages.1

; ἀ. στοιχειώδης elementary course, Apollon.Perg.Con.1 Praef.:—also of plants, culture, Thphr.HP1.3.2; of diseases, treatment, Gal.12.414, 15.436.
4 way of life, conduct, Archyt ap.Stob.2.31.120 (pl.), PTeb. 24.57 (ii B. C.), OGI223.15 (Erythrae, iii B. C.), LXX 2 Ma.6.8, 2 Ep.Tim. 3.10, M.Ant.1.6.
5 keeping, observance,

ἡμερῶν Aristox.Rhyth. 2.37

;

μηνῶν Gem.8.48

.
6 generally, method, construction (of a law), Arist.Rh.1375b12; style, D.H.Isoc.20, al.;

ἡ ἀ. τῶν διαλέκτων Str.14.1.41

.
7 method of proof, esp. of syllogistic reasoning,

λόγοι τὰς ἀγωγὰς ὑγιεῖς ἔχοντες Chrysipp.Stoic.2.84

, cf. Simp.in Ph. 759.14; line of argument, Plu.2.106b.
8 school of philosophers, Phld.Sto.Herc.339.12, Acad.Ind.p.68 M., S.E.P.1.145, etc.
9 Milit., manoeuvre, movement, Ascl.Tact.12.7 and 10; order of march, ib.11.8, cf. Ael.Tact.39.1.
10 in Law, = Lat. actio, Cod.Just. 4.24.1, al.
III tempo, in music, Pl.R.400c (pl.), Aristox.Harm. p.34 M., Aristid.Quint.1.19; sequence, of a melody, Aristox.Harm. p.29 M.; musical style, Str.14.1.41, Plu.2.1141c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀγωγή — carrying away fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — η 1. τρόπος εκπαίδευσης των ανηλίκων: Η σύγχρονη αγωγή των νέων είναι πολύ διαφορετική από την πριν λίγες δεκαετηρίδες. 2. μέθοδος επιστημονική για την επιτυχία κάποιου σκοπού: Θεραπευτική αγωγή, σωματική αγωγή κτλ. 3. έγγραφη προσφυγή στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγωγῇ — ἀγωγῆι , ἀγωγεύς haulier masc dat sg (epic ionic) ἀγωγή carrying away fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγῆ — ἀγωγεύς haulier masc nom/voc/acc dual ἀγωγεύς haulier masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλική αγωγή — Σύγγραμμα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ του Παλαιολόγου (1347 1424). Ο πλήρης τίτλος του είναι: Μανουήλ του Παλαιολόγου, του ευσεβεστάτου και φιλοχρήστου βασιλέως, προς τον υιόν αυτού και βασιλέα Ιωάννην τον Παλαιολόγον, υποθήκαι… …   Dictionary of Greek

  • Παυλιανή αγωγή — (Νομ.). Στα χρόνια του πραίτωρα Αιμιλίου Παύλου, το 563, και κατ’ άλλους στα χρόνια του Παύλου Βιργίνιου, το 560, παραχωρήθηκε στους δανειστές το δικαίωμα να προσβάλουν τις πράξεις του οφειλέτη τους, αν αυτός, με δόλια μέσα, μειώνει την περιουσία …   Dictionary of Greek

  • ἀγωγαῖς — ἀγωγή carrying away fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγαί — ἀγωγή carrying away fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγήν — ἀγωγή carrying away fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγῶν — ἀγωγή carrying away fem gen pl ἀγωγός leading masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”